νεκροστολώ

νεκροστολώ
νεκροστολῶ, -έω (Α) [νεκροστόλος]
(για τον Χάρωνα) διαπορθμεύω, μεταφέρω τους νεκρούς με το πορθμείο στον Άδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”